συγκαταγιγνώσκω

συγκαταγιγνώσκω
συγκατα-γιγνώσκω, later [suff] συγκατα-γῑνώσκω,
A condemn along with or at once,

σ. ὑμῶν παθεῖν τι Aristid.1.495

J.:—[voice] Pass., App.BC1.62.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκαταγιγνώσκω — και συγκαταγινώσκω Α καταδικάζω μαζί με κάποιον ή καταδικάζω αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταγι(γ)νώσκω «καταδικάζω, κηρύσσω ένοχο»] …   Dictionary of Greek

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”